- ὀλιγοχρονιότης
- ὀλιγοχρονιότηςshortness of timefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοχρονιότης — ὀλιγοχρονιότης, ητος, ἡ (Α) [ολιγοχρόνιος] 1. βραχύτητα χρόνου 2. η συντομία τής ζωής … Dictionary of Greek
ὀλιγοχρονιότητα — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιότητας — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιότητι — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιότητος — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)